εκπολιορκώ

εκπολιορκώ
(ε) μετ. захватывать, овладевать в результате осады

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εκπολιορκώ" в других словарях:

  • εκπολιορκώ — ( έω) (AM ἐκπολιορκῶ) 1. εξαναγκάζω πόλη ή περιοχή να παραδοθεί μετά από πολιορκία αρχ. 1. αναγκάζω με τα επιχειρήματά μου αντίπαλο να υποκύψει 2. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σαν να πολιορκούμαι …   Dictionary of Greek

  • μαδίζω — (I) (AM μαδίζω) μαδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαδώ κατά τα ρ. σε ίζω]. (II) μαδίζω (Μ) 1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ 2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ 3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ 4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»